- στενυγροχωρίη
- ἡ, Αιων. τ. στενοχώρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενυγρός + -χωρίη (< -χωρος < χῶρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στενυγροχωρίας — στενυγροχωρίᾱς , στενυγροχωρίη contract fem acc pl στενυγροχωρίᾱς , στενυγροχωρίη contract fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)